ρώσταξ

ρώσταξ
-ώστακος, ὁ ΜΑ
τμήμα μηχανής που χρησιμεύει ώς βάθρο, έρεισμα πάνω στο οποίο τοποθετείται κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥω(σ)- τού ῥώννυμι (πρβλ. ῥωσ-τικός, -ρρωσ-τος) + επίθημα -αξ (πρβλ. πίδ-αξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”